Τα λευκά τριαντάφυλλα
Ήταν μια χειμωνιάτικη νύχτα Παραμονή Χριστουγέννων. Ο μικρός Πέτρος κρύωνε όπως καθόταν μέσα στο χιόνι στην αυλή του σπιτιού του. Δεν είχε ζεστές μπότες να φορέσει και τα λεπτά πάνινα αθλητικά παπούτσια του, που είχαν μερικές τρύπες, δεν μπορούσαν να προστατεύσουν από το κρύο τα μικρά του ποδιά. Ο Πέτρος σκεφτόταν να βρει μια καλή ιδέα για να κάνει δώρο στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα. <<Τι στενοχωριέμαι έλεγε; Έτσι και αλλιώς, ακόμη κι αν μου έρθει μία καλή ιδέα, δεν έχω καθόλου χρήματα>>.
Από τότε που πέθανε ο πατέρας του πριν από τρία χρόνια, η οικογένεια δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Η μητέρα του δούλευε βραδινές βάρδιες στο νοσοκομείο της περιοχής, αλλά ο μικρός μισθός της δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειας. Ο Πέτρος έχει δύο μεγαλύτερες και μία μικρότερη αδελφή, οι οποίες φρόντιζαν το νοικοκυριό όσο έλειπε η μητέρα τους. Και οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη φτιάξει πανέμορφα δώρα για την μητέρα τους.
Σκουπίζοντας το δάκρυ που έπεφτε από τα μάτια του, ο Πέτρος άρχισε να περπατάει προς τον δρόμο με τα καταστήματα. Περπατούσε από κατάστημα σε κατάστημα κοιτάζοντας τις στολισμένες βιτρίνες. Όλα ήταν τόσο όμορφα, αλλά και τόσο απλησίαστα για εκείνον. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και ξαφνικά τα μάτια του έπεσαν σε κάτι που γυάλιζε στην άκρη του δρόμου. Έσκυψε και ανακάλυψε ότι ήταν 2€. Κανείς δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο πλούσιος όσο ο Πέτρος! Μπήκε στο πρώτο κατάστημα που είδε και ο πωλητής του είπε ότι δεν μπορούσε να αγοράσει τίποτα.
Βγαίνοντας από το κατάστημα, είδε απέναντι ένα ανθοπωλείο και μπήκε μέσα. Όταν ο καταστηματάρχης τον ρώτησε πως θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει, ο Πέτρος του έδειξε τα 2€ και τον ρώτησε αν μπορούσε να αγοράσει ένα λουλούδι για να το δωρίσει στην μητέρα του για τα Χριστούγεννα. Ο ανθοπώλης τότε του είπε να περιμένει λίγο. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο ανθοπώλης που προχώρησε προς το ταμείο. Ακούμπησε πάνω στον πάγκο, δώδεκα λευκά τριαντάφυλλα τυλιγμένα με ασημένια κορδέλα και ένα μεγάλο φιόγκο. Ο μικρούλης Πέτρος με αργές κινήσεις σήκωσε το χέρι του για να δώσει στον ανθοπώλη τα 2€. Κανείς άλλος δεν του έδινε τίποτα μόνο για 2€. Βγαίνοντας από την πόρτα που ο ανθοπώλης του κρατούσε ανοιχτή, τον άκουσε να λέει << Χαρούμενα Χριστούγεννα, μικρέ! >>.
Ο ανθοπώλης διηγήθηκε στην γυναίκα του την ιστορία που του θύμισε τα παιδικά του χρόνια, καθώς μία φωνή του έλεγε να κρατήσει τα δώδεκα καλύτερα τριαντάφυλλά του για κάποιο ειδικό δώρο. Την ίδια φωνή είχε ακούσει στα παιδικά του χρόνια από έναν κύριο, που τον σταμάτησε στο δρόμο και του έδωσε ένα χιλιάρικο. Ο ανθοπώλης και η γυναίκα του αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έτσι αγκαλιασμένοι βγήκαν στον παγωμένο αέρα.......
Οι καρδιές τους όμως ήταν τόσο ζεστές που δεν ένιωθαν καθόλου κρύο.....
Συγγραφέας: Α.
Το ταξίδι των Χριστουγέννων
Ένα αγόρι μια φορά, γιόρτασε τα
Χριστούγεννα Μάιο μήνα. Το όνομα του αγοριού, ήταν Πάνος. Οι γονείς του Πάνου
φαγωνόντουσαν σαν το σκύλο με τη γάτα, για κάμποσο καιρό, ώσπου το πήραν πια
απόφαση ότι δε γινόταν να ζήσουνε πια μαζί.. Τώρα έμεναν σε ξεχωριστά σπίτια.
Και οι δύο ήθελαν να κρατήσουν τον Πάνο, αλλά ο Πάνος περνούσε και με τους δύο
εξίσου καλά. Έτσι, πηγαινοέρχονταν- λίγες εβδομάδες εδώ, λίγες εκεί.
Τα γενέθλιά του φέτος, τα γιόρτασε με την
μαμά! Γι’ αυτό, έπρεπε να περάσει τα Χριστούγεννα με τον μπαμπά.. Δύο εβδομάδες
πιο πριν, η μαμά ετοίμασε τα πράγματά του. Του έδωσε τα δώρα και τον άφησε να
τα ανοίξει όλα! Έπειτα, κάλεσε ένα ταξί, έγραψε στον ταξιτζή τη διεύθυνση του
μπαμπά και εξαφανίστηκε στο σπίτι, πριν καν ο Πάνος πρόλαβε να της κάνει “γεια”
με το χέρι.. Μερικές φορές, η μαμά φερόταν πολύ περίεργα.
Αργότερα, ο μπαμπάς είπε στον Πάνο :
<<Τι να κάνουμε δυο άντρες μόνοι μας εδώ; Έχω μία καλύτερη ιδέα.. Ας πάμε
ένα ταξίδι! >>. Η ιδέα του άρεσε στον Πάνο! Στο πρακτορείο, ο μπαμπάς
έκλεισε ένα ταξίδι για δύο άτομα στην Αφρική. Από το αεροδρόμιο ο Πάνος
τηλεφώνησε στην μαμά. ‘Ήθελε να την αποχαιρετήσει και να την ρωτήσει αν θα τον
σκέφτεται. «Μα και βέβαια», είπε η μαμά!
Ο
Πάνος και ο μπαμπάς του, πέταξαν στην Αφρική. Νοίκιασαν ένα ευρύχωρο και όμορφο
δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο ,όπου από το ένα παράθυρο έβλεπες την θέα και από το
άλλο τους φοίνικες. Ο καιρός ήταν πολύ ζεστός και έτρεξαν γρήγορα να
κολυμπήσουν στην πισίνα! Ύστερα, κατέβηκαν στα μαγαζιά και αγόρασαν σανδάλια
και ψάθινα καπέλα.. Το βράδυ ο Πάνος έμεινε ξύπνιος μέχρι αργά. Με τον μπαμπά,
κάθισαν σε ένα τραπέζι και χάζευαν τους περαστικούς.
Ο μπαμπάς τον ρώτησε εάν περνούσε καλά.
Περνούσε καλά… Ύστερα από μερικές μέρες, ο μπαμπάς είπε : <<Απόψε είναι
Χριστούγεννα!>>. Τόσες μέρες εδώ ο Πάνος είχε ξεχαστεί, επειδή ο καιρός
έμοιαζε σαν να ήταν καλοκαίρι και τίποτα δεν του θύμιζε τα Χριστούγεννα.. Και
το πιο σπουδαίο, εδώ δεν υπήρχαν έλατα. Κάθισαν στο δωμάτιο. Ο μπαμπάς χάρισε
στον Πάνο ένα πουκάμισο και αυτός ένα κοχύλι που βρήκε στην θάλασσα!
Ο Πάνος σκεφτόταν πολύ τη μαμά. Του είχε
υποσχεθεί πως θα τον έπαιρνε τηλέφωνο. Ο μπαμπάς είπε : <<Πάμε μια
βόλτα!>>.. Κατέβηκαν στο λιμάνι και εκεί υπήρχε ένα καράβι φωταγωγημένο
που από τα κατάρτια του κρεμόταν αλυσίδες με φωτάκια! Ο Πάνος περίμενε την μαμά
να τηλεφωνήσει. Όμως δεν έστειλε μήνυμα ούτε τηλεφώνησε.. Φουρκίστηκε και
φώναξε :<<Αυτά δεν είναι αληθινά Χριστούγεννα! Δε θέλω πια τη μαμά, γιατί
με ξέχασε >>. Ο μπαμπάς, δεν είπε τίποτα.
Όταν
επέστρεψαν, ο Πάνος έμεινε στου μπαμπά το σπίτι.. Ο μπαμπάς τα διηγήθηκε όλα
στη μαμά και της εξήγησε πως δεν φταίει αυτός. Η μαμά ήθελε να μιλήσει στον
Πάνο όμως αυτός αρνιόταν και τότε η μαμά κατέβασε το ακουστικό. Την άλλη μέρα,
έφτασε ένα χιλιοχτυπημένο δέμα για τον Πάνο.
Ο
μπαμπάς του είπε να το ανοίξει…! Έλυσε την κορδέλα και είδε ότι από κάτω υπήρχε
σατινέ χαρτί. Το ξεχώρισε και βρήκε μέσα ένα θεόξερο μαδημένο κλωνάρι. Και σε
μια γωνιά, ένα βουναλάκι ελατοβελόνες. Υπήρχε κι ένα γράμμα..
<<
Αγαπημένε μου Πάνο,
Σου
στέλνω ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, μια που στην Αφρική σίγουρα δεν θα
υπάρχουν. Χαιρετισμούς στον μπαμπά σου. Ελπίζω να με σκέφτεστε.. Εγώ σας
σκέφτομαι πολύ!
Ο μπαμπάς είπε στον Πάνο :<<
Επομένως, η μαμά δεν σε ξέχασε. Όμως το ταχυδρομείο, άργησε τόσο πολύ, που όταν
έφτασε το πακέτο στην Αφρική, εμείς είχαμε ήδη φύγει. Από τότε μας κυνηγούσε να
μας προλάβει, κι από ότι βλέπω, πρέπει να έχασε το δρόμο του κάμποσες φορές!>>.
Ο Πάνος τηλεφώνησε αμέσως στη μαμά, να της τα
εξηγήσει όλα. Στη συνέχεια, ήρθε η μαμά στο σπίτι για να φαν όλοι μαζί.. Τότε,
ο Πάνος είπε :<<Τώρα θα γιορτάσουμε στ’ αλήθεια Χριστούγεννα!>>.
Από τότε ζουν ευτυχισμένοι και στο ίδιο σπίτι! Ο μπαμπάς και η μαμά δεν έχουν
μαλώσει καθόλου και έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς .. Θα δείξει!!
Επιμέλεια
κειμένου:
Φ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου